- κυδάεις
- κυδάεις, -εσσα, -εν (Α)(δωρ. τ.) βλ. κυδήεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυδάεις — κυδάζω revile fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδήεις — κυδήεις, εσσα, εν, δωρ. κυδάεις, εσσα, εν (Α) [κύδος] ένδοξος, περίφημος … Dictionary of Greek
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek